- μελεταίνω
- μελετ-αίνω,A take thought for, attend to, c. gen., Mnemos.57.208 (Argos, vi B. C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μελεταίνω — (Α) δίνω προσοχή σε κάτι, έχω τον νου ή τη σκέψη μου σε κάτι, φροντίζω για κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρεφθαρμένη μορφή τού μελεδαίνω*, πιθ. κατ επίδραση τών μελέτη, μελετῶ] … Dictionary of Greek